- πωλούμεναι
- πωλέομαιgo up and downpres part mp fem nom/voc pl (attic epic doric)πωλέωsellpres part mp fem nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek